Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ποίημα: ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Χίλια εννιακόσια εξήντα,
τρεις Ιούλη το πρωί,
σαν κατάσκοπο με πιάνουν
του Ενβέρη, οι πιστοί.

Χειροπόδαρα  δεμένον,
μες στα Τίρανα με στέλνουν,
στα κάτεργα με κλείσαν,
 βαριά με καταγγέλλουν.


Τρελά βασανιστήρια
σοφίζονται οι δόλιοι,
μέρα και νύχτα πάνω μου,
κακούργοι και διαβόλοι.

Βασανιστήρια τρομερά,
μου κράτησε η πλάτη
και το κορμί μου έγινε
κόκαλο και δερμάτι.

Μέρα και νύχτα με ρωτούν
πότε ν ανοίξω στόμα,
γιατί αλλιώς, κακόμοιρε,
σε τρώει το μαύρο χώμα.

Πες τα μας για τους έλληνες,
τα αδέρφια τα δικά σου,
γι' αυτούς δε δούλευες εσύ,
δεν τα χες στην καρδιά σου;


Εγώ δεν ξέρω τι να πω,
το στόμα μου ν’ ανοίξω,
βαράτε με αλύπητα
τα μάτια μου να κλείσω.

Απ' τα βαριά τα βάσανα
και την απελπισία,
έκοψα με τα δόντια μου,
μια κεντρική αρτηρία.

Τρέχει το αίμα καταγής,
γεμίζει το κελί μου,
παλεύω με το θάνατο
κι αντέχει η ψυχή μου.

Πήραν χαμπάρι οι φύλακες,
τη φυλακή μ' αλλάζουν,
μου ρίχνουν αίμα στην καρδιά,
τον Υπουργό φωνάζουν.

Κι όταν συνήρθα στη ζωή,
στα πιο βαθιά με χώνουν,
στα σκοτεινά, στ' ανήλια
του τρόμου και του πόνου.

Μαύρε γιατρέ, τι τράβηξες
και τι τραβάς ακόμα,    
γερή η καρδιά σου ήτανε,
δε σ’ έφαγε το χώμα.

Τώρα θαυμάζω κι απορώ,
αδέρφια αγαπημένα,
τι χρόνια ήτανε κι αυτά,
μαύρα και πονεμένα.






Την απαλάμη ενός χεριού
είχα για προσκεφάλι,
μια η ελπίδα, μού μιλάει,
μια η παραζάλη.

Σαν το γλυκό νανούρισμα,
το πιο καλό χαμπέρι,
ξεχύνεται μες το κελί,
σαν του Μαγιού τ’ αγέρι.

Με χάιδευε και μου 'λεγε,
τον πόνο της καρδιάς μου,
στον ύπνο και στον ξύπνιο μου
την έβλεπα κοντά μου.
Μια κόρη, μια πεντάμορφη
ξανθή, γαλανομάτα
γλυκά λογάκια, μου 'λεγε
παρηγοριά γεμάτα.

Ξέρω όπου γεννήθηκες,
ποιας μάνας ήπιες γάλα,
χιλιάδες χρόνια στη σειρά
φέγγει σαν η λαμπάδα.

Τον Αχιλλέα, μην ξεχνάς,
ούτε τον Οδυσσέα,
στο νου σου πάντα να κρατάς,
τη δόξα την αρχαία.

Θυμήσου την Ακρόπολη
και το χρυσό αιώνα,
φιλόσοφους και ρήτορες
Λεωνίδα, Μαραθώνα.

Φανάρι και Αγιά Σοφιά
με κειν' τα μεγαλεία.
Το Ρήγα το Βεστινλή,
τη Φιλική Εταιρία.

Που άναψε και σκόρπισε,
μια φλογισμένη σπίθα,
στη Ρούμελη και στο Μοριά,
πήραν φωτιά τα στήθια

Στη θάλασσα και τη στεριά,
οι ήρωες παλεύουν,
το θάνατο τον αψηφούν,
τη λευτεριά να φέρουν.

Λεβέντες εθνομάρτυρες,
της δόξας παλικάρια,
ψηλά τη γαλανόλευκη,
με τη Μεγάλη Ελλάδα.

Ποτέ δεν πισωγύρισε,
σε κάθε τρικυμία
και τη γροθιά την έδειξε,
με θάρρος και ανδρεία.

Και στέκεται περήφανη,
στον κόσμο ξακουσμένη,
ποτέ δεν έχει θάνατο,
πάντα Ελλάδα μένει.

Κι εσύ μικρή σταλαματιά,
σαν ήρθε η σειρά σου,
να μην φανείς κατώτερος,
από τα πατρικά σου.

Κι αν η ψυχή πάει να βγει,
εγώ θα την ‘μποδίσω,
όσο που να ‘ρθει η στιγμή,
με αγάπη να σε σφίξω.

Δημήτριος Οικονόμου

 Γιατρός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου