Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Επίσκεψη Διβριωτών Βορείου Ηπείρου στους αδελφούς Διβριώτες της Φθιώτιδας

Ένα ταξίδι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ…
Μετά την πρώτη γνωριμία πριν μερικά χρόνια επί προεδρίας Βασίλη Κούρη, αυτή τη φορά οι Διβριώτες της Φθιώτιδας μάς προσκάλεσαν στο χωριό τους, αφού πρώτα ο μπάρμπα Χαράλαμπος Κίτσιος τους είχε στείλει το τελευταίο βιβλίο του μαζί με την εφημερίδα « Η Φωνή της Δίβρης» και ο πρόεδρος του Συλλόγου Διβριωτών Λαμίας ανταποκρίθηκε αμέσως με ένα τηλεφώνημα και συνάντηση με τον Αντιπρόεδρο του Συλλόγου και εκδότη της εφημερίδας κ. Βαγγέλη Τάμαλη.


Στις 18 Ιουλίου 2009 το  λεωφορείο του Ζώτου ταξίδευε προς τη Λαμία. Παρόλο την αφόρητη ζέστη της Αθήνας κανένας δεν παραπονιόταν … όλοι είχαμε μια κρυφή αγωνία, πότε θα φθάσουμε στη Δίβρη.
Πλησιάζοντας τη Λαμία στο δεξί μας χέρι μια πινακίδα μας οδηγούσε προς τη Δίβρη.
Δεν άργησε πολύ , η ανηφόρα και οι απότομες στροφές να μας κόβουν την ανάσα. Όσο ανηφορούσαμε, το τοπίο που αφήναμε πίσω μας ήταν μαγευτικό.
Ψάχναμε  τη Δίβρη, μα αυτή ήταν κρυμμένη βαθιά στην καρδιά του βουνού και δεν μας έκανε τη χάρη να εμφανιστεί.
Η πρώτη σκέψη, λογική, οι διβριώτες έχουν κάτι μοναδικό, όπου κι αν είναι στήνουν τα χωριά τους ψηλά στις κορυφές σαν οι αετοί.
Τη Δίβρη μας την ονομάζουν μπαλκόνι των Ριζών και του Βούρκου, η Δίβρη της Ηλείας κρυμμένη στο πράσινο και «πνιγμένη» στα κρυστάλλινα νερά και μπροστά στα μάτια μας τώρα μια άλλη Δίβρη, ψηλά εδώ στην βουνοκορφή.
Στο έμπα του χωριού μια πινακίδα καλωσόριζε τους επισκέπτες. Γυρίζοντας το κεφάλι μου πίσω, απλωμένος ο κάμπος από τον Αγ. Κωνσταντίνο, έως εκεί που η ματιά σου έλιωνε στο κόκκινο του ηλιοβασιλέματος, που με τη μαγική  πινελιά της φύσης δε σε άφηνε να δεις πιο πέρα.
Ανηφορίζοντας, μεμιάς ο νους μου με ταξίδεψε στο χωριό μας, ίδια μονοπάτια, ίδια ανηφόρα με τη διαφορά ότι εδώ όλα ήταν ασφαλτοστρωμένα.
Η παραμονή στην Αθήνα τόσα χρόνια , μάλλον μάς έκανε κακό, γιατί η ανηφόρα μας δυσκόλευε.
…Και ξαφνικά στην κορυφή του δρόμου, εμφανίστηκαν τρεις άνδρες διαφορετικών ηλικιών.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Διβριωτών Φθιώτιδας κ. Αργύρης Γιαννέκος και ο Πρόεδρος του χωριού, μας καλωσορίσανε έναν – έναν και τα μάτια τους έλαμπαν από χαρά ,…. το ίδιο νιώθαμε κι εμείς.
Ο εκδότης της εφημερίδας « Η Φ.τ.Δ» κ. Β. Ταμάλης έκανε τις απαραίτητες συστάσεις για τον έπαρχο κ. Καλτσούνη και τον Πρόεδρο του Συλλόγου.
Οι καρδιές μας χτύπαγαν περίεργα, νιώθαμε λες και ήμασταν στη Δίβρη μας.
Η πρώτη ξενάγηση στο σχολείο του χωριού και εκεί μας καλωσόρισαν όλοι οι κάτοικοι που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο καφενείο του χωριού. Ο Δήμαρχος Λαμίας μάς κάλεσε στα στρωμένα τραπέζια να μας κεράσει καφέ, ποτό και αναψυκτικά.
Όλοι παίρναμε βαθιές ανάσες , κάποιοι από την κούραση, κάποιοι από τις στιγμές που ζούσαμε και άλλοι από μια περίεργη ευτυχία.
Ο μπάρμπα Χαράλαμπος τράβαγε την κουβέντα και με τα στοιχεία και τις μελέτες του για την ιστορία της Δίβρης εξηγούσε στους τοπικούς άρχοντες τα γεγονότα.
Όλοι ψάχναμε τις ρίζες και η περιέργεια μάς πήγαινε πίσω στους αιώνες. Ο Πρόεδρος  έδειχνε ότι δεν πήγαινε πίσω από τις γνώσεις και τις μελέτες για το ιστορικό του χωριού, «όπου να ’ναι,- μας είπε, τυπώνω ένα βιβλίο για τη Δίβρη της Φθιώτιδας».
Άκουγα με αγωνία και περιέργεια όλα αυτά που λέγονταν στο τραπέζι της φιλίας και η κουβέντα έτρεχε σαν πολύ γνώριμη…ένα όνομα κυριαρχούσε, Δίβρη!
Μετά ο πρόεδρος του χωριού, μάς κάλεσε να επισκεφτούμε το μουσείο Λαϊκής τέχνης και Λαογραφίας στο χώρο του δημοτικού σχολείου.
Βελέντζες, πλεκτά, σαμαρίτσες, μπρίκια, ο μύλος του καφέ, ο ψήστης του καφέ κλπ με πήγαν μακριά και η φωνή του συγχωρεμένου του παππού μου ( Πύλιου) βούιξε στα αυτιά μου:
-Μπάμπω, ψήσε μου έναν καφέ και με τα κιτρινισμένα δάκτυλα από τη νικοτίνη του τσιγάρου, έραβε το ταλαγάνι του βοσκού.
Λες κι αυτά να τα ‘χει ράψει ο παππούς μου, αναρωτήθηκα και ταρακουνήθηκα από τις αναμνήσεις όταν άκουσα  τη φωνή του μπάρμπα Χαράλαμπου να εξηγεί στους τοπικούς άρχοντες τα κοινά του πολιτισμού μας.
Αυτός ο άνθρωπος σε καθηλώνει με τις γνώσεις του και ο λόγος του μαγνητίζει. Ίσως όχι τυχαία η εμπειρία του δασκάλου δίδαξε και στον ίδιο πνεύμα και φιλοφροσύνη.
Τέτοιες λαμπερές προσωπικότητες δυστυχώς συναντάμε σπάνια.
Ο ήλιος είχε χαθεί στα βάθη του βουνού και τα φώτα είχαν την τιμητική τους. Ξεκινήσαμε προς τα πλατάνια , εκεί που θα διοργανώνονταν το γλέντι. Περπατώντας μαζί με το δήμαρχο, μαθαίναμε και καινούργια πράγματα.
-Μου κάνει εντύπωση, -τον ρώτησα, σε κάθε σπίτι πάει το αυτοκίνητο και όλοι οι δρόμοι με άσφαλτο.
Χαμογέλασε και μου εξήγησε πως κι εδώ δεν ήταν εύκολο, είχαν κι αυτοί προβλήματα με  τους μαντρότοιχους, τους φράχτες.
Μπροστά μας εμφανίστηκαν τα πλατάνια κι ένα παρατεταμένο, «Αχ»….θαυμασμού, ακούστηκε από το τοπίο που αντικρίζαμε και που με το φως των προβολέων γινόταν πιο μαγευτικό.
Στις δύο πρώτες ώρες στρωμένα τα τραπέζια για εμάς τους καλεσμένους. Πολύ κόσμος και όλα στην εντέλεια. Απέναντί μας τεράστια πίστα χορού, όλη πέτρινη και δουλεμένη με μεράκι.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Αργύρης Γιαννέκος μάς καλωσόρισε με ένα εγκάρδιο χαιρετισμό. Ο Έπαρχός μας Σωκράτης Καλτσούνης πήρε σειρά και απεύθυνε χαιρετισμό μεταφέροντας την αγάπη όλων των Διβριωτών της Βορείου Ηπείρου.
Στη συνέχεια ο μπάρμπα Λάμπης έκανε ένα ιστορικό πέρασμα στις ρίζες των Διβριωτών όπου χειροκροτήθηκε θερμά  απ’ όλους.
Μετά τις ομιλίες και του χαιρετισμούς σειρά είχαν τα κλαρίνα και οι χοροί. Το χορευτικό του Συλλόγου ξεσήκωσε πολλές φορές το κοινό και με πολύ χειροκρότημα τους ακολουθούσε σε κάθε βήμα. Ένας ηπειρώτικος χορός και στην πίστα οι καλεσμένοι με μπροστάρη τον έπαρχο κ. Καλτσούνη. Ωραίες, συγκινητικές στιγμές, γεμάτες αγάπη, ένα γνήσιο τρικούβερτο Διβριώτικο γλέντι στήθηκε.
Τα αδέρφια από τη Φθιώτιδα μαζί με τους Βορειοηπειρώτες, όλοι μαζί στο χορό. Το κλαρίνο του Δαλιάνη κελαηδούσε και η πίστα είχε γεμίσει από κόσμο.
Θα θέλαμε αυτή η νύχτα να μην τέλειωνε ποτέ, αλλά όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου κ. Γιαννέκος
  χάρισε αναμνηστικά στον πρόεδρο του Συλλόγού μας και μάς χαιρέτησε με μια σύντομη ομιλία.
Ήταν όλα τόσο σύντομα, αλλά η χαρά καθρεφτίζονταν στα πρόσωπα όλων. Η φιλοξενία των Διβριωτών στο μεγαλείο της.
Τα  φώτα του λεωφορείου σπάγανε το σκοτάδι της νύχτας, μα εμείς μέσα στις καρδιές μας είχαμε σπάσει  τις σιωπές του χρόνου, ξαναζωντανέψαμε μνήμες, επιθυμίες…
Θα τα ξαναπούμε του χρόνου υποσχεθήκαμε και οι Διβριώτες δεν ξεχνάνε…..

Αθήνα 19/7/2009

Αριστείδης Κούρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου