Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Χαράλαμπος Ζιάγκας, ελληνόψυχος…μοναδικό φαινόμενο της Δίβρης

Γιος του Φωτίου Ζιάγκα, φτωχής οικογένειας…πράγμα που η φτώχεια ανάγκασε τον Χαράλαμπο να μεταναστεύσει και να εργαστεί σε Αίγυπτο και Αθήνα.
Το 1941 λόγω της γερμανικής κατοχής και της πείνας που μάστιζε την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα, επέστρεψε στη Δίβρη, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο μπάρμπα Λάμπης, έφερε ευγενικά προτερήματα, ήταν ρεαλιστής, δεν έλεγε ποτέ ψέματα και υπερβολές, εκτιμούσε τους τίμιους και καυτηρίαζε πάντοτε φλύαρους, άδικους, ψεύτες και εντός δικαίων συζητήσεων. Eάν δεν τα έβγαζε εις  πέρας με αφελείς και αμαθείς νευρίαζε.
Ήταν μεγάλος ελληνόψυχος και φανατικός μισαλβανός και λόγω τούτου συνέχεια βρισκόταν εθελοντής! Και που δεν έχει πάρει μέρος ο μπάρμπα Λάμπης;
Εθελοντής πλάι στον Παύλο Μελά, στον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, αργότερα στο Μπιζάνι, στον αυτονομιστικό αγώνα της Βορείου Ηπείρου το 1914 και για τους αγώνες και θυσίες του έχει παρασημοφορηθεί με το Μεγάλο Σταυρό.
Ο μπάρμπα Λάμπης ήταν μοναδικό θετικό φαινόμενο για τη Δίβρη, ήταν ο άνθρωπος που δεν γνώριζε φόβο, δειλία, δουλοπρέπεια, προσκύνημα, ούτε πουλιόταν με τίποτα, ήταν ο μόνος που έκφραζε την άποψή του άφοβα. Λόγω των άνωθεν προτερημάτων και της άφοβης έκφρασης για να τον απομονώσουν απ’ τα κοινό τον διέγραψαν απ’ την οργάνωση του Δημοκρατικού μετώπου, πράγμα που όλοι οι συμπολίτες υποχρεώνονταν να μην επικοινωνούν με αυτόν, αλλά και ο ίδιος δεν έπρεπε να επικοινωνεί και να αποφεύγει τις εμφανίσεις του από τις κοινωνικές εκδηλώσεις και το καφενείο..
Και μετά τούτου, ο μπάρμπα Λάμπης, ήταν ο ίδιος και δεν του σάλευε το μάτι καθόλου, μάλιστα στο καφενείο που καθόταν στο χώμα χάραζε τα ελληνοαλβανικά σύνορα, Κορυτσά, Μπεράτι έως τα Τρία Αυγά και Αδριατική. Ο υπηρεσιακός αξιωματικός της Σιγκουρίμι, καθώς και ο εισαγγελέας έτυχαν εκεί και αφού ενημερώθηκαν για το χάρτη του μπάρμπα Λάμπη τον απείλησαν , αλλά στην ηλικία που ήταν τότε γλύτωσε τη φυλακή, μα και πάλι ο μπάρμπα Λάμπης ήταν ο ίδιος


Ο ελληνόψυχος γέρο Λάμπης


Δείξε γέρο απ’ την αρχή,
της Ρωμιοσύνης το ταπί.
Δείξε αυτή  την άγια γη
που είναι η κούνια της φυλής.



Σου λείπουν πένα και χαρτί
στην άμμο γράφεις προκοπή.
Από Κορυτσά , έως Τρία Αυγά
είναι Ηπειρωτικά.

Ασφαλείς,  εισαγγελεύς
σ’ ακούν, σου λένε: παραλές.
Σ’ αποκαλούν και φωνακλή
το χάραγμα δεν παραιτείς.


Προικισμένος απ’ εκεί
με ελληνική ψυχή.
Λάμπεις και φωτοβολάς,
σ’ όλους ακτινοβολάς

Και δίνουν ρητή διαταγή,
απ’ το μέτωπο διαγραφή.
Δεν σε μέλει, ούτε πονείς
τα ίδια πάντα εκπνοείς.

Με χιούμορ, αλλά ειρωνικά
μιλούσες με τ’ αφεντικά.
Τους χλεύαζες σαν με καλό
μπρος στη μάζα, στο λαό.

Αηδόνι είσαι της ρεματιάς
κι όπου βρεθείς, κι όπου πας.
Μέρες και νύχτες θα λαλείς
το δίκιο μας θα κελαηδείς.

Γέρο Λάμπη τολμηρέ,
δε φοβόσουν φυλακές.
Όλα τα ‘ λεγες σωστά,
η Δίβρη, δόξες σου χρωστά.

Αυτόν τον άκαμπτο, τον ατρόμητο, τον φλογερό πατριώτη, τον αγωνιζόμενο σε τρεις πολέμους, τον παρασημοφορημένο με τον Μεγάλο Σταυρό της αντρείας και τώρα στο μονικό σύστημα, το αηδόνι της Άνοιξης της Δίβρης και ας μην παρουσίαζε καμιά επικινδυνότητα για τα καθεστώς, διότι γέρος πλέον, αλλά λόγω της έκφρασης της αλήθειας και των γεγονότων , άφοβα και για να μην επηρεάζει άλλους τον διέγραψαν από την οργάνωση του Δημοκρατικού Μετώπου που σήμαινε πλήρη απομόνωση από την κοινωνία.
Έτσι ο γέρος δεν έπρεπε να μιλάει με συγχωριανούς και να μην απολαμβάνει καφενείο, πλατεία, γιορτές και παντός είδους κοινωνικής συναναστροφής και δραστηριότητας.
Αλλά ο άκαμπτος γέρος  συνέχιζε τη ζωή όπως και πριν. Δεν φοβόνταν, δεν υποτάσσονταν, δεν οπισθοχωρούσε στα ιδανικά του και με όλη αυτή την ασφυκτική απομόνωση  που εφαρμόζονταν στο άτομο του.
Αυτός συνέχισε τη ζωή του όπως άλλοτε.
Έβγαινε και στο καφενείο και την πλατεία, μίλαγε μ όλους, δίδασκε σαν εγκυκλοπαιδικός που ήταν και στο κάθε χτύπημα που του γινόταν έδινε αμέσως την απάντηση.

Έτσι άφοβος και ατρόμητος έδωσε την απάντηση σε κάποιον που του είπε:

«Φύγε απ’ τον ίσκιο του πλάτανα, βρες τόπο αλλού
είσαι θιγμένος, εξωμετωπίτης, εχθρός του λαού.
Και μην σε δω να κόβεις μπούνες, κάτω απ’ το πλατάνι
ρουφώντας το τσιμπούκι σου με το βαρύ χαρμάνι.»

«Φίλτατέ μου, το Μαρξισμό τον έχεις μάθει νερό,
μάθε κι από μένα ποιος φύτεψε τον πλάτανα εδώ.
Ο Κόκας τον φύτεψε αγγαρεύοντας τους ραγιάδες
να κάθεται στο τσιφλίκι του, σε δροσερές σκιάδες.

Ο παππούς σου και ο πατέρας σου δεν τον έχουν φυτέψει
στον ίσκιο του θα δροσιστούν όλοι όσους αρέσει.»
Κι ο γέρος ο περήφανος δεν τράβηξε στην άκρη
τα ένδοξα χρόνια θυμήθηκε, του κύλησε ένα δάκρυ.

«Να ‘χα και τώρα τη δύναμη σαν στο Μακεδονικό
να στόλιζα ξανά το στήθος με το Μεγάλο Σταυρό.
Σαν στο Μπιζάνι και πάλι να το ‘ριχνα στην πλάτη
και σαν τότε και τώρα, να μην μου σάλευε μάτι.

Να τρέχαμε στη Λιαμπουριά  να στήναμε καρτέρια
ν’ ακούγαμε ξανά Αυτονομίας, να ηχούν τα μαληχέρια».
Έκλεινε ο γέρος βαθιά την κεφαλή του τώρα
λογίζοντας την ταπείνωση της άμοιρής μας χώρας.

Καταριέται που τον εγήρασε  γοργά ο χρόνος,
τον εαυτό του που ανίκανος να δρούσε μόνος.
Αναθεματίζει την Ενβεροδικτατορία
κι εύχεται στους κληρονόμους, τόλμη και αντρεία.

Το δάκρυ του γέρου γίνηκε χείμαρρος, ποτάμι.
Τους νέους εθέριεψε, τους τύραννος ξεκάνει,
Ήσυχα στον παράδεισο αναπαύεται τώρα

και στον αθάνατο βωμό, της ένδοξης χώρας.

Γιάννης Λαχανάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου