Τετάρτη 21 Μαΐου 2003

Κυριάκος Μουράτης: Απαγγελία ποιήματος " Η Μάνα"

Ογδόντα τριών (83) χρονών ο Κύργιος ( Κυριάκος) Μουράτης σήμερα κι όμως θυμάται το παρακάτω ποίημα λες και είναι 11 χρονών όπως  τότε,  μαθητής του δημοτικού, που το απάγγειλε μπροστά στους διβριώτες, στον Πλάτανα. Προσπάθησα και μετέφερα το ποίημα όπως το είπε και το άκουσα μετά την ηχογράφηση.
             Η   ΜΑΝΑ

Σ’ ενός παιδιού προσκέφαλο
μια μάνα παραστέκει
και ξαγρυπνά ανήσυχη
και καταπικραμένη.

Το’ χει μονάκριβο παιδί
και τρέμει μην το χάσει,
χλωμό το προσωπάκι του,
τα μάτια του κλεισμένα.



Με πόνο το στηθάκι του,
ανεβοκατεβαίνει
κάθε που παίρνει αναπνοή,
λέει στεναγμός και βγαίνει.

Το βλέπει η μάνα και πονεί
και σχίζετ’ η καρδιά της.
Εκεί στη θύρα τής χτυπούν,
-Ποιος είναι; Ένας γέρος.

 Κάτι στη ράχη του φορεί,
σα ράσο, σα σεντόνι,
και το κρατεί σφιχτά, σφιχτά
να ζεσταθεί γυρεύει.

Χειμώνας είναι στα βουνά
κι οι κάμποι χιονισμένοι,
έξω απ’ τη θύρα ο βοριάς
μουγκρίζει παγωμένος.

Κι ο γέρος στο κατώφλι
από το κρύο τρέμει,
της βάζει ξύλα στη φωτιά
τη θύρα μανταλώνει.

Ο γέρος πήγε κάθισε
κοντά ’κει στο παιδί της
κι η μάνα αντίκρυ κάθεται
και βλέπει τ’ άρρωστό της.

Ω, π’ ανάσαινε βαθιά
και σάλευε τα χέρια
-Λες θα σωθεί, ή ο θεός
θα μου το πάρει γέρο;

Το κάτασπρο κεφάλι του
ακούμπησε ο γέρος,
σαν να της λέει θα σωθεί,
σαν να της λέει  όχι.

Έσκυψ’ η μάνα, δάκρυα,
τα μάγουλά της δόγα,
τα βλέφαρά της δεν έκλεισαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

-Πέσε φτωχή να κοιμηθείς!
Ο ύπνος την επήρε.
Αποκοιμήθηκε μια στιγμή,
μεμιάς ανατριχιάζει.

Κρύος ιδρός την περιχά,
εδώ κι εκεί κοιτάζει
δε βλέπει το παιδάκι της,,
το γέρο δεν τον βλέπει.

Ο γέρο- χάρος, έφυγε
και πήρε το παιδί της.

Και κει, και κει που δούλευε,
στην κόχη του ρολόι,
μεμιάς βουίζει και βογκά,
και πέφτει το βαρίδι.

Η ώρα εσταμάτησε,
η μάνα τρέχει έξω,
τρέχει, φωνάζει δυνατά:
-Παιδάκι μου, παιδί μου.

Στα χιόνια έξω κάθισε
μια μαυροφορεμένη.
-Μην είδες γέρο να περνά
μην είδες το παιδί μου;

-Είδα το χάρο να περνά
κι εκράτει το παιδί σου.
-Τι δρόμο πήρε, δείξε μου,
το δρόμο να τον φτάσω.

Τρεις ώρες τα τραγούδια σου,
πο ’λεγες του παιδιού σου,
μόνο τη νύχτα σ’ έβλεπα
να κλαις και να τα λέγεις.

Νύχτα, μόνο θα στα πω,
μονάχα σα με τώρα,
ω, το χάρο κυνηγώ
για να βρω το παιδί μου.

Η νύχτα εσκουντούφλιασε
το δρόμο δε τον δείχνει,
σφίγγει τα χέρια η φτωχή
και τραγουδά και κλαίει.

Δάκρυ το δάκρυ ακολουθεί,
τραγούδι το τραγούδι.
Κι η νύχτα τη λυπήθηκε
της έδειξε το δρόμο.

Και κει που τρέχει, απαντά
στο δρόμο της μια λίμνη,
είναι βαθιά και πέραμα
δε βλέπει ούτε ξύλο.

Κι η μάνα θέλει να διαβεί
για να ’βρει το παιδί της.
-Θεέ μου, κάνε το θαύμα σου
να καταπιώ τη λίμνη.

Και πέφτει κάτω στα νερά,
βουτά το μέτωπό της
κι η ίδια η λίμνη από βαθιά
τα ματιά

Μες στο βυθό ελάμψανε,
τα δυο μαργαριτάρια.
-Μα, σαν τα μάτια σου τα δυο,
δεν είδα εγώ με άλλα!

Αν θέλεις άφησέ τα μου,
τα μάτια στα νερά μου.
Κι εγώ αντίκρυ σε περνώ
στου χάρου το παλάτι.

Έχει τους κήπους του ομπρός,
μάθε και μια λεπτομέρεια.
Το κάθε δέντρο μια ζωή,
ζωή και κάθε άντρας.

Μοιάζουν με τ’ άλλα τα φυτά
που ’κει στη γη φυτρώνουν,
όμως εδώ έχουν καρδιές,
κάθε καρδιά χτυπάει.

Κι από το χτύπο της καρδιάς
γνωρίζεις το παιδί σου.
Εγώ σου δείχνω που να πάς
πες μου τι θα μου δώσεις;

-Και τι μου μένει της φτωχής,
τ’ έχω για να σου δώσω;
Στα τετραπέρατα της γης,
πηγαίνω αν με στείλεις

-Δώσ’ μου τα μαύρα σου μαλλιά
τις όμορφες πλεξούδες
και πάρε τ’ άσπρα μου μαλλιά,
το δρόμο να σου δείξω.

Της έδωσε τις μαύρες της,
τις όμορφες πλεξούδες,
και μπήκε μέσα στην αυλή
στου παλατιού του χάρου.

Εκεί που ήταν τα φυτά
δέντρα, λουλούδια, μύρια,
ήταν εκεί τριανταφυλλιά
και νάξοι και κρίνοι,




και όλα τ’ άνθη των βουνών
και των νερών λουλούδια.
Και ποιο απ’ τα άνθη ήταν γερό
και ποιο αρρωστημένο;

Ήταν οξιές και φοίνικες,
και πλάτανοι και πεύκα
Και η ρίγανη ………
κι αλιφασκιά και θρούμπι.

Και το καθένα απ’ τα φυτά
έχει και τ’ όνομά του.
Καθένα είναι μια ζωή
κι οι άνθρωποι εζούσαν,
ένας  εδώ, άλλος εκεί,
σ’ όλες της γης, τις άκρες.

Κι η μάνα η βαριόμοιρη,
η πολυπικραμένη,
εσκύβει το κεφάλι της
να ακούσει την καρδιά του.

Στα χίλια μέσα γνώρισε
το χτύπο του παιδιού της.
Ήταν γαρούφαλο μικρό
χλωμό κι αρρωστημένο.

-Το βρήκα, να το ένιωσα,-
κι άπλωσε τα χέρια .

-Μη το αγγίξεις,  και πονείς
και κλαις για  το παιδί σου.
Και θέλεις τώρα την καρδιά,
να κάψεις κι άλλης μάνας.

Σου έφερα τα μάτια σου,
τα ψάρεψα στη λίμνη,
τα είδα κι έλαμπαν εκεί
μες στα βαθιά νερά της

Πάρε τα πίσω βλέπουνε
καλύτερα από πρώτα,
πάρε τα κι έλα να δεις,
τα δυο τα λουλουδάκια

Που άπλωσες τα χέρια σου
να μου τα ξεριζώσεις
και στο πηγάδι της ζωής,
ο χάρος την επήγε.

-Εκεί εγώ τα υπηρετώ
και τα φροντίζουν άλλοι
-Αχ, δώσ’ μου το παιδάκι μου,
δώσ’ μου το παιδί μου, χάρε.

Πέφτει στη γη γονατιστή,
παρακαλεί και κλαίει,
δεν ωφελούν τα κλάματα
κι ούτε τα παρακάλια.

Αν είναι η μοίρα η κακιά
δική μου, πάρε μ’  τούτο,
πάρτο μαζί σου μακριά
στο περιβόλι που είπες.

Είπε η μάνα και μεμιάς
σωριάστηκε στο χώμα,
στον τόπο παν’ τον  μακρινό
που  γυρισμό δεν έχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου