Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΙΑΠΡΕΨΑΝΤΕΣ ΔΙΒΡΙΩΤΟΙ( Παναγιώτης και Αλέξης Πάντος)

Ο πάππου Παναγιώτης Πάντος, γιος του Βασίλη Πάντου και αδερφός της Σταμάτως, του Ζήσου, και του Σπύρου είχε καφενείο στο Δέλβινο γύρω το 1905, επί Τουρκίας. Είχε δυο γυναικαδέρφες στο Αλίκου. Όταν κάηκε το Λυκούρσι το 1878, τα ανίψια του απ’ το Αλίκου ο Ζήσος Ιωαννίδης και ο Μήτρος Ιωαννίδης για να γλιτώσουν απ’ τους τουρκαλβανούς ανέβηκαν στο καράβι, πήγαν στην Κέρκυρα κι από εκεί στην Αίγυπτο. Ο Ζήσος ήταν έξυπνος και κατάφερε να ανοίξει καζίνο. Με γράμματα απ’ έδω, απ’ έκει, ο πάππου Παναγιώτης τον βρήκε. Πήγε στην Αίγυπτο.
Ο Ζήσος ήταν ανύπαντρος, είχε αποκτήσει πολλά χρυσά, έδωσε αρκετά και στον πάππου. Γυρίζει στο χωριό και βλέποντας ότι οι Άγιοι Σαράντα ήταν λιμάνι και σιγά-σιγά αναπτύσσονταν, φεύγει απ’ το Δέλβινο  και ανοίγει καφενείο κοντά στο λιμάνι. Τώρα τον βοηθούσαν και τα παιδιά του ο Αλέξης με το Βαγγέλη. Ο Ζήσης Ιωαννίδης πηγαινοέρχονταν και κάποια φορά πήρε και τον Αλέξη μαζί του στην Αίγυπτο. Μετά πήρε και τον Βασίλη Λάγιο ο οποίος κάθισε μόνο λίγους μήνες και γύρισε, τον Σταύρο Κίτσιο και μετά πιο αργά τον αδερφό τού Αλέξη, τον Βαγγέλη. Το 1914, τον Αλέξη και το Βαγγέλη τους επιστρατεύουν τους δύο στον Αυτονομιακό στρατό. Ο Βαγγέλης ήταν λοχίας στην Αθήνα και γύρισε μεμιάς. Πολέμησαν μέχρι το μοναστήρι της Τσιέπως, στο Κουρβελέσι, στη Λιαμπουριά. Εδώ σκοτώνεται ο Μήτρο Ζιάγκας που ήταν αρραβωνιασμένος με τη Γιαννούλα Κούστη. Ο Αλέξης κόντευε τα τριάντα, γι’ αυτό αρραβωνιάστηκε με τη Γιαννούλα, παντρευτήκανε το 1915 και το 1917 απόκτησαν το Γρηγόρη. Την ίδια χρονιά ο πάππου Παναγιώτης, έχασε εν μέρει το φως του  και πλέον το μαγαζί στους Αγίους Σαράντα, πέρασε στη λειτουργία του Αλέξη και του Βαγγέλη.
Οι ιταλοί που κατέλαβαν τη Βόρειο Ήπειρο το 1916, επιστρατεύουν τον Αλέξη διερμηνέα ( είχε μάθει τα ιταλικά στην Αίγυπτο) μέχρι το Ελμπασάν για  3 μήνες. Άλλο καφενείο στους Αγίους Σαράντα δεν είχε, γι’ αυτό εκεί μαζεύονταν οι ιταλοί συνέχεια. Πλέον το καφενείο είχε γεμίσει με μακαρόνια, ρύζι, παπούτσια που του έδιναν κρυφά οι ιταλοί στρατιώτες από τις αποθήκες. Μαζί του έπαιρνε και το Γρηγόρη και τον βοηθούσε. Μια φορά στις δεκαπέντε μέρες έρχονταν και στο χωριό, γιατί είχε φτιάξει δωμάτιο στο καφενείο και κοιμόνταν εκεί.
«Ο πάππους είχε τη βούλα ( σφραγίδα) στο χωριό, ήταν δημογέροντας, επίσης ήταν επίτροπος στις εκκλησίες.
Ο Γιώρης Γκραίκας, ο αδερφός του παπά Γκραίκα, ήταν δάσκαλος στο Θεολόγο. Σε μια συζήτηση για τα λιβάδια, για τους φύλακες κλπ. κάτι είπε κι αυτός. Σηκώθηκε ο δημογέροντας του Αγίου Αντρέα και τον χαστούκισε.
Δεν έπρεπε  να τον χτυπήσει, ακόμα πιο πολύ που ήταν και δάσκαλος. Αντιστάθηκε ο Γιώρης, αλλά αυτοί ήταν πολλοί και δεν τα έβγαζε πέρα.
Τέλος, μαθαίνει ο παπά Γκραίκας. Κάποια φορά θα μαζεύονταν όλοι οι δημογέροντες της περιοχής στη Δίβρη. Ήταν τότε που έκαναν το καινούργιο σχολείο, γιατί ήταν το παλιό στο Αμελικό. Όλες οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό για να σβήσουν τον ασβέστη. Κοντοστάθηκε ο παπάς κοντά στη γούρα, χαιρετάει τον δημογέροντα του Αγιαντριά και του λέει:
-Δε βαρούν έτσι οι άντρες, και του δίνει μια και στον ασβέστη ο άλλος. Έτρεξαν οι άλλοι να τον βγάλουν, γιατί θα καιγότανε. Μαζεύτηκαν οι υπόλοιποι της δημογεροντίας, για το συμβάν, κάνουν το χαρτί έτοιμο και περίμεναν τον πάππου Παναγιώτη, που ήταν στο καφενείο στους Αγίους Σαράντα, να το υπογράψει. Αφού άκουσε και τα δύο συμβάν τους λέει:
-Τι μέτρα πήραν οι Θεολογίτες για τον δημογέροντα του Αγίου Αντρέα, όταν χτύπησε το δάσκαλο;
-Τίποτα.
-Τότε, εμείς γιατί να πάρουμε για τον παπά μας. Καλά του έκαμε. Φραπ - φραπ και σχίζει το χαρτί. -Αυτά μου τα ομολογούσε ο παπά Γκραίκας και ο Βαγγέλης Γκραίκας. Είχες πάππου λεβέντη, δεν ξέρουμε αν του έμοιασες, το’ χεις και το όνομα ».
Τέλος, παντρεύεται ο Βαγγέλης με την αδερφή του Νάσιο Τρίχα από την Τσερκοβίτσα. Το 1929 τον πήρε ο Ιωαννίδης, μαζί με το Γρηγόρη στην Αίγυπτο. Το 1937 ο Αλέξης έφτιαξε πιο καλό το μαγαζί, με πέτρα πελεκητή, με ρολά, το χώρισε στα δύο: δικό του και του Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης δεν ξαναγύρισε, γι’ αυτό το δικό του αναγκάστηκε να το νοικιάσει. Έρχονταν οι Κερκυραίοι με τα καΐκια και αφού πατούσαν στη στεριά, πήγαιναν αμέσως πρωί-πρωί στο καφενείο του, του χτυπούσαν την πόρτα και του έλεγαν:-Ξύπνα μούζγκιε ( σκοτάδι), ξύπνα να μας φτιάξεις καφέ, γιατί τον φτιάχνεις ωραίο. Έναν Αλέξη (1)   μούζγκο αφήνουμε  στην Κέρκυρα, άλλον Αλέξη μούζγκο βρίσκουμε εδώ.
Όντως έφτιαχνε πολύ καλό καφέ, αλλά τον φώναζαν έτσι, επειδή ήταν χαμηλοβλέφαρος και βαρύς.
Με το φυγιό και του Γρηγόρη, ο Αλέξης πήρε ανά καιρούς υπαλλήλους, όπως : τον Κώτσια Κρεμμύδα ( ανιψιός του), τον πάππα Λιάγκο, το Σταύρο Κίτσιο, το Θωμά Μούζιο, τον Κώστα Μήτρο, τον Πύλιο Στύλο, τον Γιάννη Τσιάβο.
Μετά αφού μεγάλωσε ο δεύτερος γιος του, ο Κώστας, τον βοηθούσε εκείνος, μέχρι το 1940-41 που πιάστηκε ο πόλεμος των ελλήνων με τους ιταλούς.
Το 1939, το Φεβρουάριο, λίγο πριν έρθει η Ιταλία, ο Βαγγέλης στέλνει γράμμα στον Αλέξη να του στείλει τη γυναίκα και το παιδί του που ήταν στη Δίβρη ακόμα. Τους έβγαλε τα χαρτιά και τους έστειλε με το τελευταίο πλοίο, γιατί μετά άρχισε ο πόλεμος.
Μεγάλη βοήθεια, πρόσφερε στους έλληνες στρατιώτες.(2)Όταν ήρθαν οι γερμανοί έκλεισε το καφενείο και γύρισε στο χωριό. Το 1943 χωρίς νοικοκύρη πλέον, οι γύφτοι βρήκαν αραλίκι, πήγαν το ξεσκέπασαν, πήραν τη λαμαρίνα από την κουζίνα και τα κεραμίδια απ’ το υπόλοιπο και το χάλασαν. Μετά το 1944 κι ενώ τα άλλα τα κρατικοποιήσανε, αυτό όχι. Φώναξαν τον Αλέξη να το φτιάξει, αλλά πλέον δεν είχε την οικονομική δυνατότητα, φτώχεια, πόλεμο πέρασαν, τα παιδιά πεινούσαν…
Κρατικοποιήθηκε και το ένα μετατράπηκε σε τσαγκάρικο, το άλλο σε  γραφείο δικηγόρων.
Σήμερα στους Αγίους Σαράντα βρίσκεται εκεί που ήταν το παλιό ταχυδρομείο, κολλημένο με το Ταμιευτήριο. Κάτω στο υπόγειο με τις ανασκαφές που γίνανε βρέθηκαν αρχαία, μικρά λιθαράκια με χρώματα, μωσαϊκά, καθώς κι ένα μνήμα. Σήμερα είναι αρχαιολογικό μέρος.


                           Αφηγήθηκε ο    : ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΤΟΣ
                           Επιμελήθηκε ο  :  Αιμίλιος Πάντος




1)   Αλέξης Γκουβέλης, διβριώτης, είχε ξενοδοχείο στην Κέρκυρα.

2)     Ο γιος του Αλέξη, ο Γρηγόρης, μετά την Αίγυπτο, πήγε στην Ελλάδα. Απεβίωσε το 2001 στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 κάνοντας διακοπές  στην Κρήτη, τυχαία συναντάει κάποιον ντόπιο σε ένα ξενοδοχείο και πιάσανε κουβέντα. Ο Γρηγόρης συστήθηκε απ’ τη Δίβρη των Αγίων Σαράντα κι ο κρητικός του είπε, ότι πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40. Μετά από μια σκληρή μάχη, σε μια καταδίωξη απ’ τους ιταλούς, στους Αγίους Σαράντα, μπήκε στο καφενείο ενός Αλέξη. Αμέσως τον έκρυψε στα τσουβάλια με κάρβουνα που είχε στο μαγαζί. Τον κράτησε 2 μέρες εκεί και την τρίτη, τον πήγε έξω απ’ την πόλη και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν κινδύνευε γύρισε στο μαγαζί. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο, χρωστάω τη ζωή μου.
–Εγώ, είμαι ο γιος του, - τού είπε ο Γρηγόρης.
Ο κρητικός έμεινε άφωνος, άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί, τον αγκάλιαζε και τον κρατούσε σφικτά.
- Δε σε αφήνω να φύγεις , θέλω να μείνεις εδώ, σου χαρίζω τα πάντα, είμαι πλούσιος, πάρε ότι θες, γιατί αν ζω σήμερα, το χρωστάω σ’ αυτόν τον πατριώτη άντρα, τον πατέρα σου.

( Την παραπάνω ιστορία μου την είπε  ο Σωτήρης Πάντος, εγγονός του Αλέξη.) 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου