Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΠΥΛΙΟΣ ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ….

Γίνεται λόγος για έναν έξοχο ταλαντούχο τραγουδιστή και χορευτή τον Πύλιο Μπερούκα από τη Δίβρη. Κατάγεται από γονείς  χορευτές  τραγουδιστές και κληρονόμησε τα χαρίσματά τους. Πολύ μικρός, 4 χρόνων, έχασε τον πατέρα του. Στα χρόνια του χαλασμού τον σκότωσαν οι Τούρκοι στη Στουγάρα της Λεσινίτσας .
Ο πατέρας του ήταν γνήσιος Αλυκάτης παλικάρι, του ντουφεκιού, ξακουσμένος  χορευτής  και τραγουδιστής.
Η χήρα μάνα του, η Τσιαμάτω, το 1914 παντρεύτηκε στη Δίβρη με το Λιώλη Μ περούκα. Απόχτησαν και δυο αγόρια, το Νικόλα και τον Θανάση. Ο Νικόλας  μετανάστευσε πολύ μικρός στη Ελλάδα .Οι Διβριώτες πολύ γρήγορα συμπάθησαν και  αγάπησαν την Τσιαμάτω. Ήταν γλυκομίλητη, γελαστή, κωμική, πρώτη στο χορό, πρώτη  στο τραγούδι με τη γλυκιά τραγανή, μελωδική, καγγελιστή σαν του αηδονιού, φωνή της. Ψηλή, σωματώδης, μπρατσωμένη με κυπαρισσένιο κορμί  και με τον ελκυστικό της χαρακτήρα ακτινοβολούσε μόνον αγάπη και σεβασμό.
Αυτά τα χαρίσματα τα κληρονόμησε και ο γιος της Πύλιος.
Η οικογένεια Μπερούκα τήρησε στην περίοδο του πολέμου αντικομουνιστική  δράση. Το 1944 έκαψαν το σπίτι του μπάρμπα Πύλιου. Το 1945, το Μάη, ο Θανάσης δραπετεύει στην Ελλάδα, γιατί μυρίστηκε σύλληψη.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη, το 1945, βρέθηκαν στο σπίτι της μαλέκω Τσιαμάτως άνθρωποι της ασφάλειας (sigurimi) και η τότε επιτροπή του χωριού  .Η μαλέκω κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψής τους. Η  έξυπνη και αδάμαστη γυναίκα τους υποδέχτηκε. Τους έστρωσε το σουφρά με ρακί, μεζέδες και μπουρέκι λέγοντας τους. «Φάτε  και πιείτε παιδιά μου, εγώ θα πάω να σας μαζέψω σύκα».Στην αυλή συγκρούστηκε με το εγγονάκι τους το Μήτσιο. Του έκανε νόημα να μη μιλήσει . Αντί για τη συκιά, το ’βαλε στα πόδια.
Ενώ οι «ψύλλοι» έπιναν έτρωγαν και κουβέντιαζαν η μαλέκω Τσιαμάτω έτρεχε προς τα σύνορα με όση γρηγοράδα είχε. Κάποτε αφού τέλειωσε το φαγοπότι ,κάποιος θυμήθηκε τα σύκα. Βγήκε έξω και φώναξε : «Έλα γιαγιά, τα σύκα».Καμία απάντηση.
Φώναξε και ξαναφώναξε ...Βουβαμάρα. Ο Μήτσιος ο έξυπνος και πονηρός έτρεξε  προς τις συκιές  φωνάζοντας: «έλα μαλέκω, φέρε, τα σύκα»- Απόλυτη σιωπή.
Οι «ψύλλοι»  κατάλαβαν  τι συνέβηκε...η μαλέκω το ’χε σκάσει...Ήταν όμως αργά έψαξανε δεξιά αριστερά μέχρι τους βράχους του Άη Νικόλα, νομίζοντας ότι κάπου είχε κρυφτεί.
Η μαλέκω Τσιαμάτω όμως πήρε μια ανάσα στη γκορτσιά στο Μαγκανάρι της Μάλτσιανης, αγνάντεψε το δρόμο του Θεολόγου και αφού δεν άκουσε και δεν είδε καμιά κίνηση , προχώρησε σιγά – σιγά, αλλά προσεχτικά προς τα σύνορα. Έφτασε στα Γιάννενα . Μετά την πήραν τα παιδιά της στην Αθήνα  όπου έζησε άνετα και ήσυχα μέχρι το 1966, χρονιά που απεβίωσε. Οι «ψύλλοι» αγριεμένοι κατάσχεσαν και καταστρέψανε ότι μπορούσαν, έκλεισαν το σπίτι της , έδωσαν κανά δυο χαστούκια του νεαρού Μήτσιου και έφυγαν ντροπιασμένοι, με τα μούτρα κατεβασμένα, γιατί τους την έριξε μια γυναίκα.
Το μπάρμπα Πύλιο δεν τον πείραξαν...Η ασφάλεια όμως, η ηγεσία του χωριού και της επαρχίας τον έγραψαν στην λίστα των θιγμένων.
Το κράτος τον παραμέρισε. Η φτώχια βασάνιζε αλύπητα την πολυμελή οικογένειά του. Δούλευε εργάτης, ζευγίτης κρεμμυδάς, ασβεστάς, καρβουνιάρης κ.ά. για να κουναρίσει τα παιδιά του.
Γύριζε τα βράδια κατακουρασμένος, μα δεν το ’βαζε ποτέ κάτω. Αχούσε όλος ο μαχαλάς από τα ωραία τραγούδια. Στο σπίτι του τραγουδούσαν όλοι, αυτός η γυναίκα του και όλα τα παιδιά του. Είχαν κληρονομήσει όλοι τα χαρίσματα της φημισμένης ηρωίδας Σταμάτω Μπερούκα.
Έξυπνα και τα παιδιά του, εργατικά, προχωρημένα, γλεντζέδες. Αγαπούσαν πολύ την παιδεία. Τέλειωσαν όμως δημοτικό ή 8-χρονο .Ήταν παιδιά του θιγμένου Πύλιου Μπερούκα.
Ένα από τα παιδιά του είχε κάποιο φίλο στα στρατιωτικά γραφεία. Του δόθηκε το δικαίωμα να συνεχίσει τη στρατιωτική σχολή οδηγών. Ήρθε γραπτή ειδοποίηση στο χωριό. Έπεσε όμως στα χέρια της ηγεσίας του χωριού... «Αυτός δεν θα πάει στη στρατιωτική σχολή οδηγών. Είναι παιδί θιγμένου. Έτσι αποφασίσαμε εμείς («η ηγεσία»). Η ειδοποίηση σκίστηκε και μπροστά στα μάτια πολλών συγχωριανών που ήταν σε συγκέντρωση.
Ο μπάρμπα Πύλιος δεν μπορούσε να τα βάλει με το κράτος. Πάλεψε όλη του τη ζωή να διώξει τη φτώχεια. Μεγάλωσαν τα παιδιά του και κάπως καλυτέρεψαν τα οικονομικά.
Το τραγούδι, το πολυφωνικό, μελωδικό τραγούδι  αχούσε πολύ συχνά στο φτωχόσπιτό του. Και όχι μόνο ,στα καφενεία, στους δρόμους, στη δουλειά ,όταν έσμιγε με παρέα κελαηδούσε σαν αηδόνι. Χόρευε και τραγουδούσε σε πασχαλινές γιορτές σε πανηγύρια ,σε γάμους, σε βαφτίσια ,σε ονομασίες, παντού.
Η καθαρή, καγγελιστή, μελωδική σαν του αηδονιού, φωνή του δεν βράχνιαζε ποτέ.
-Τον καλέσατε τον Πύλιο Μπερούκα στο γάμο;
Αναρωτιόταν μεταξύ τους οι καλεσμένοι. Χωρίς τον Πύλιο, τον έξοχο τραγουδιστή και χορευτή, όποιος γάμος, όποια γιορτή, όποιο πανηγύρι δεν είχε γεύση ,ζωντάνια, νοστιμιά.
Στο χωριό μας, στην όμορφη ορεινή Δίβρη, χορεύονταν και τραγουδιόνταν περί  τα 300 τραγούδια (του γάμου ερωτικά, της ξενιτιάς, κλέφτικα, ιστορικά, σατιρικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, θρυλικά, μπαλάντες κ.ά.).
Ο Πύλιος χόρευε και τραγουδούσε  παραπάνω από 200. Δεν είναι υπερβολή ,είχε φοβερή φήμη. Στα πασχαλιάτικα πανηγύρια καίγονταν το χωριό .
Γλεντούσαμε σε πολλές εκκλησίες:
Την Κυριακή της Πασχαλιάς στο κέντρο του χωριού στη μάντρα.
Τη Δευτέρα στον Άη Νικόλα στους Δεκατρείς.
Την Τρίτη στην Αγία τριάδα στου Μακρυκώστα.
Την Παρασκευή στον Άγιο Σπυρίδωνα στο Καβαλαράτι.
Το Σαββάτο στον Άη Γιώργη, τον εξοχικό, κάτω από το μοναστήρι του Διβροβουνίου.
Την Κυριακή  του Θωμά, στον Άγιο Μάρτυρα, στον πάνω Μαχαλά.
Ο μπάρμπα Πύλιος πρώτος στο τραγούδι πρώτος στο χορό. Θυμούμαι μια Κυριακή του Θωμά στον Άγιο Μάρτυρα .Πρώτος σηκώθηκε  ο Βασίλης Τάτσης, ένας  άλλος  ταλαντούχος  χορευτής της Δίβρης, μετά ο Πύλιο Μπερούκας. Αμέσως σχηματίστηκε ένας μεγάλος κύκλος .Στην αρχή οι άντρες καλοντυμένοι, μετά οι γυναίκες καλοφορεμένες και στο τέλος οι στολισμένες νυφάδες.
Ο Πύλιος και ο Βασίλης βρέθηκαν στο κέντρο του κύκλου. Ο μπάρμπα Πύλιος τραγουδούσε μονάχος (σολίστας) τις στροφές του τραγουδιού, επαναλάμβαναν οι άντρες και μετά οι γυναίκες. Έτσι κυλούσαν οι χοροί.
Ο Πύλιος και ο Βασίλης είχαν βγάλει τα λάστιχα τους και χόρευαν ξυπόλητοι. Πότε χάιδευαν το χορταριασμένο έδαφος, πότε πετάζονταν ψηλά σαν λατύπια, προσπαθώντας να πιάσουν τον ουρανό με τα χέρια, πότε έκαναν στροφές, λυγμούς και τρεμούλες, σχηματίζοντας έτσι κανονικές ,όμορφες πρωτότυπες φιγούρες. Όλος ο κόσμος τους θαύμαζε και τους χειροκροτούσε με ενθουσιασμό.
Εγώ και τώρα αισθάνομαι χαρά ,ευχαρίστηση, θαυμασμό, αγάπη σεβασμό και εκτίμηση γι’ αυτούς μη ζώντες και ζώντες, εξαιρετικούς ταλαντούχους χορευτές και τραγουδιστές του χωριού μου.
Ιδιαίτερα για τον Πύλιο Μπερούκα,
Δημήτρης Πέττας

Δίβρη, Απρίλιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου