Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Ποίημα: Στο Βουθρωτό τις Ρίζες έχεις…


Λένε στο Βουθρωτό τις ρίζες έχεις,
στου Τσιμίκου τις όμορφες ραχούλες,
με λιβάδια, φρουτόδεντρα κι αμπέλι
στην παραλία άραζαν καΐκια και βαρκούλες.

Πολλοί αρχαιολόγοι έχουν ερευνήσει
η ιστορία κάπου βαθιά τα κρύβει,
λίγα ερείπια και το νερό της βρύσης
πολυπονεμένη μου πατρίδα, Δίβρη.


Στο διάβα των αιώνων πολλές οι συμφορές,
σταυροφόροι, πειρατές κι επιδρομείς
σ' ανάγκασαν να παρατήσεις τέτοιες ομορφιές,
σε ψηλά βουνά και βράχους να βρεθείς.

Όπως αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια
σε τρεις ομάδες μοιράστηκες εσύ,
όσοι δεν είχαν βάρκες, χρήματα και πόδια
στο βουνό του Άγριλα έμειναν βοσκοί

Εκείνους με πλεούμενα, κύματα τους πήραν
κι αφού δοκίμασαν του Οδυσσέα τα δεινά,
κάμποσοι φύτρωσαν ένα πρωί στην Καλαβρία
κι άλλοι φανερώθηκαν στα όρη του Μοριά.

Έτσι οι Διβριώτες χωρίστηκαν στα ζώντα,
δημιουργώντας καινούργια, όμορφα χωριά
κρατώντας κι εκεί το διβριώτικο χρώμα
χωρίς την παραλία και του Τσιμίκου τα καλά.

Το άλικο διβριώτικο αίμα κυλούσε,
στο Διβροβούνι, στην Καλαβρία, στο Μωριά,
κανένας Διβριώτης όμως δεν μπορούσε,
ν' αγκάλιαζε ξανά τ' αδέρφια του γλυκά.

Η ιστορία φέρνει αιώνες αλλαγές,
στα μέσα ενημέρωσης, στη φύση, στη ζωή,
στους Διβριώτες όμως δεν μπόρεσε ποτέ
ν' αλλάξει το χαρακτήρα, το πνεύμα την ψυχή.

Στη μνήμη μας θα μείνει από γενιά σε γενιά
η Δίβρη η πανάκριβη στο Βουθρωτό
που είναι θαμμένα τα κόκαλα τα ιερά
των αρχαίων αγνών Διβριωτών.

Με το Λάμπη ένα βράδυ στου Τσιμίκου,
κάτω απ' τα αρκλώματα έλαμπαν οι σπίθες
φωσφόρου των κοκάλων, των παλιών κατοίκων
νιώσαμε στο σώμα μας, θλίψη, ανατριχίλες.

-Να γράψουμε, συνάδελφε, κάτι για τη Δίβρη,
εσύ ολίγους στίχους κι εγώ πεζογραφία,
-μου είπε ο Χαράλαμπος και βγάζει το μολύβι
παίρνοντας ταυτόχρονα και μια φωτογραφία.

Έγραψε ο Χαράλαμπος το πρώτο ιστορικό
της αγαπημένης μας, Δίβρης της Βορείου Ηπείρου
έχει αξία περισσή, πολύ το εκτιμώ
κι  εγώ το λόγο κράτησα, έγραψα δυο στίχους.


Όταν ο Σωτηρόπουλος μαζί με τους δικούς του
κάθισαν στον Πλάτανα, στη μάντρα της Καμάρας,
μόνιασαν τα χνώτα μας και γέμισαν τα μάτια
με δάκρυα συγκίνησης, αγάπης και λαχτάρας.

Έτσι γνωριστήκαμε σύγχρονοι Διβριώτες
μια Δίβρη στο Μωριά, άλλη στο Διβροβούνι
και η νεογέννητη Δίβρη της Λαμίας
μια άλλη είναι άγνωστη, κρούει το κουδούνι.

Μένει, πατριώτες μου, να πάμε κάποια μέρα
στης Καλαβρίας τα χωριά, πέρα στην Ιταλία,
να σμίξουμε τ’ αδέρφια μας, να κάνουμε παρέα,
αίμα διβριώτικο τους θρέφει την καρδία.

Να γνωριστούν πιο καλά τέσσερις αδερφούλες
μια Μάννα τις εγέννησε και πέθανε για πάντα,
τις έστειλε να ζήσουνε σε βουνά, ραχούλες,
με άφθονα κρύα νερά και ψηλά πλατάνια.

Τρεις απ’ αυτές αγκάλιασα, άνοιξη και χειμώνα,
την ίδια φλόγα το φιλί, τα δάκρυα μια γεύση,
θα νικήσω θρυλικά κύματα και τον τυφώνα
στην Ιταλία να βρεθώ, πόσο πολύ μ αρέσει!


Δίβρη 2002, Δημήτρης Πέττας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου